οδοντικός

οδοντικός
-ή, -ό (ΑΜ ὀδοντικός, -ή, -όν) [οδούς]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια
νεοελλ.
φρ. α) «οδοντικά σύμφωνα»
γλωσσ. τα άφωνα σύμφωνα τ, δ, θ τα οποία αρθρώνονται με την επαφή τού πρόσθιου μέρους τής γλώσσας στα άκρα τών πρόσθιων δοντιών
β) «οδοντικά νεύρα»
ανατ. κλάδοι τού άνω και τού κάτω φατνιακού νεύρου
γ) «οδοντικά σωληνάρια» — λεπτοί πόροι τής οδοντίνης ουσίας οι οποίοι αρχίζουν από την πολφική κοιλότητα και καταλήγουν στην περιφέρεια τού δοντιού
δ) «οδοντικά φατνία»
ανατ. κοιλότητες τών φατνιακών αποφύσεων τών γνάθων που περιέχουν τις ρίζες τών δοντιών
ε) «οδοντική αναισθησία»
ιατρ. αναισθητοποίηση τών δοντιών και τών ιστών τους η οποία γίνεται κατά τις οδοντιατρικές επεμβάσεις
στ) «οδοντικές ανωμαλίες» — εκτροπές από το φυσιολογικό τών δοντιών, που σχετίζονται με τη θέση, τη μορφή και τον αριθμό τους
ζ) «οδοντική πλάκα»
ιατρ. βλεννώδης μάζα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τών δοντιών και αποτελείται από ποικιλία μικροοργανισμών ευνοώντας τον σχηματισμό τρυγίας, τερηδόνας ή παροδοντοπάθειας
αρχ.
(κατά το λέξ. Σούδα) (σχετικά με εργαλείο) εξοπλισμένος με δόντια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οδοντικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια: Οδοντικό νεύρο. 2. (γραμμ.), γράμματα που προφέρονται με τη βοήθεια των δοντιών (τ, δ, θ): Οδοντικά σύμφωνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀδοντικά — ὀδοντικός dental neut nom/voc/acc pl ὀδοντικά̱ , ὀδοντικός dental fem nom/voc/acc dual ὀδοντικά̱ , ὀδοντικός dental fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντικῶν — ὀδοντικός dental fem gen pl ὀδοντικός dental masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντικόν — ὀδοντικός dental masc acc sg ὀδοντικός dental neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντικούς — ὀδοντικός dental masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοντοπρόφερτος — η, ο οδοντικός, αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια τών δοντιών («οδοντοπρόφερτα σύμφωνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ν. Δραγούμη] …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • πολφίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού οδοντικού πολφού, που αποτελεί συχνότερα επιπλοκή τής τερηδόνας τών δοντιών, εκδηλώνεται με περισσότερο ή λιγότερο ισχυρούς, αυτόματους, διαλείποντες πόνους, οι οποίοι ακτινοβολούν στη γύρω περιοχή και εκλύονται ή… …   Dictionary of Greek

  • πολφεκτομή — η, Ν ιατρ. η αφαίρεση τού οδοντικού πολφού, πιο συχνά στο σύνολό του και σπανιότερα μόνον τού πολφού τής μύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pulpectomy < pulp «οδοντικός πολφός» + εκτομή] …   Dictionary of Greek

  • σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”